Ερίηροι εταίροι
×
AΡΧΙΚΗ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΠΙΤΙ-ΚΗΠΟΣ ΥΓΕΙΑ LIFESTYLE ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΞΟΔΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ OΔΗΓΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΨΙΘΥΡΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΘΡΩΝ
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
7:15 πμ - 7:46 μμ



ΨΙΘΥΡΟΙ - Ραφήνα
Ερίηροι εταίροι
Διαβάστηκε 2711 φορές

09-09-2021
Από τoν Αριστοτέλη Παπανικολάου
Λογοτέχνης - Μουσουργός
«Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια…» - Διονύσιος Σολωμός

Γράφει ο Αριστοτέλης Παπανικολάου
Λογοτέχνης - μουσουργός

Ήμουν κι εγώ ένας από τους προνομιούχους που κατέκλυσαν το Ηρώδειο στις 29 του Σεπτέμβρη 1992, αναζητώντας το «Λύχνο του άστρου στους ουρανούς…».
Ήμουν κι εγώ ένας  από τους αμέτρητους που θέλησαν να ταξιδέψουν «ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής…».
Στριμωγμένος ανάμεσα στη σύζυγό μου και σε κάποιον άγνωστο και θεωρώντας τον εαυτό μου ευτυχή,  μιας και κατάφερα να εξασφαλίσω θέση, περίμενα…
Ένα κατάμεστο Ηρώδειο, ένα ολόγιομο φεγγάρι, καραδοκούσαν και αφουγκράζονταν, αγωνιούσαν και καρτερούσαν…
Καρτερούσαν να αγκαλιάσουν με τη ματιά τους, ανέμεναν να παγιδέψουν με τη ζεστασιά τους, εκείνους που η Μοίρα «πολύ αγάπησε», εκείνους που η Μούσα «απαλά εφίλησε…».
Καθώς περιέφερα το βλέμμα μου, στο γεμάτο από  προσκυνητές της Μουσικής και του Κάποτε χώρο του πανέμορφου ρωμαϊκού θεάτρου, είχα την αίσθηση  πως ένας ολόκληρος λαός περίμενε να χειροκροτήσει, περίμενε να τιμήσει, περίμενε να δακρύσει…
Περίμενε ανυπόμονα και αγωνιούσε…
Χωρίς να μπορώ κι εγώ να ξεδιαλύνω τα συναισθήματα που είχα εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα κάποιο ξαλάφρωμα απ’ όλη τη φοβερή ένταση της αναμονής, όταν η σπάνια φωνή του Μανώλη Μητσιά, μας θύμιζε το λησμονημένο Σεφέρη, ανοίγοντας έτσι την αυλαία της παράξενης αυτής γιορτής, ενώ φάνταζε σαν μια απόκοσμη φιγούρα του EL GRECO  ανάλαφρος και απόμακρος ο Θεοδωράκης, δίνοντας τη διάσταση του θεϊκού και του υπερκόσμιου…
Χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω κάποιο ανάερο δάκρυ που είχε κιόλας τρέξει στο πρόσωπό μου, δέθηκα με την πανέμορφη φωνή της Νένας Βενετσάνου που μας εξιστορούσε για μια κοπέλα του Μάουτχαουζεν κι επαναλάμβανε πληγώνοντας την καρδιά μας, με στίχους του Ιάκ. Καμπανέλλη, πως «κανείς  δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία…».
Κι ύστερα ήρθε η στιγμή που όλοι περιμέναμε, καθώς σηκώθηκε και πήρε τη θέση του στο μικρόφωνο ο βάρδος της λαϊκής μας μουσικής, η φωνή που αγαπήσαμε, ο ήχος που δέσαμε μαζί του τα ονείρατα και τα ιδανικά μας σε εποχές αλλοτινές, ο αιώνιος Μπιθικώτσης, που απ’ τις πρώτες κιόλας νότες προσπάθησε να «ξαναβρεί την ψυχή του», προσπάθησε να ξαναφέρει στα μάτια μας «το τετράφυλλο δάκρυ…».
Ένα ρίγος διέτρεχε το κορμί μου καθώς οι δυο αυτοί γίγαντες της φυλής μας, ο ένας ανάερος και μυστικιστικός κι ο άλλος αιώνιος και άφθαρτος, γεμάτος όμως από μια παράξενη αγωνία, συνταίριαζαν και συντόνιζαν τις ματιές τους, καθώς ο ένας διηύθυνε και κατηύθυνε και ανόρθωνε και στήριζε τον άλλον, που γεμάτος από ευθύνη και χρέος στην τέχνη και στη Μούσα του έδινε για μια ακόμη φορά την ίδια τη ψυχή του, προσπαθώντας σε μια τιτάνια πάλη να ισορροπήσει και να εναρμονίσει το Παρελθόν με το Παρόν, αντλώντας από τη δύναμη του μεγάλου μαέστρου το βάλσαμο για να γητέψει και να αποκοιμίσει για λίγο τον «πανδαμάτορα» χρόνο…
Στα μάτια μου ξανάρθε η αξέχαστη εκείνη σκηνή των «ερίηρων εταίρων» του Ομήρου, όπου ο σοφός δάσκαλος του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, δίνει την ανεπανάληπτη υπόσχεση, πως δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τον μαθητή του, ακόμη κι αν θα ήταν δυνατόν να του «χάριζαν οι Θεοί την αιώνια νεότητα»:
«ως αν έπειτ ‘ από σείο, φίλον τέκος, ουκ εθέλοιμι
λείπεσθ’, ουδ’ ει κεν μοι υποσταίη Θεός αυτός 
γήρας αποξύσας θήσειν νέον ηβώοντα». (Ιλιάδα Ι, 444-446)
Ήμουν βέβαιος πως όλο το Ηρώδειο συμμετείχε στη συγκλονιστική αυτή επικοινωνία, ήμουν βέβαιος πως ο λαός αυτός που ξέρει να σέβεται την Τέχνη και τον Καλλιτέχνη προσπαθούσε με τα ατέλειωτα χειροκροτήματα να ενθαρρύνει και να ενδυναμώσει την προσπάθεια του Μπιθικώτση, που απαστράπτοντας από χαρά,  μας ευχαριστούσε βάζοντας κάθε τόσο το χέρι του επάνω στην καρδιά του…
Ήταν πραγματικά όμορφες στιγμές! Όμορφες και μοναδικές , καθώς όλοι μαζί τραγουδούσαμε, καθώς όλοι μαζί αναπολούσαμε…
Κι αν ακόμη δεν ήταν η φωνή εκείνη που είχαμε συνηθίσει κι αν έλειπε κάπου-κάπου η καθαρότητα και η διαύγεια, τι μ’ αυτό!
Ήταν η ίδια φωνή, η αγαπημένη μας φωνή, μια φωνή γεμάτη από ειλικρίνεια, γεμάτη από ευγένεια, γεμάτη από αξιοπρέπεια, γεμάτη από ομορφιά!
Ήταν μια νύχτα μαγική, μια νύχτα ονειρεμένη, «ν ύ χ τ α  γ ε μ ά τ η  θ α ύ μ α τ α,  ν ύ χ τ α  σ π α ρ μ έ ν η  μ ά γ ι α…».








ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΤΕΛ

Διαβάστε επίσης
 
Ραφήνα - LIFESTYLE
Συμμετοχή του Συλλόγου Τριγλιανών Ραφήνας στον...
 
Ραφήνα - ΨΙΘΥΡΟΙ
Ευανθία Κολοβού: «Οι συκοφαντίες και οι...
 
Ραφήνα - ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Δημοτική Παράταξη «Γη & Ελευθερία»: Μόνο...
 
Ραφήνα - ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Δήμος Ραφήνας-Πικερμίου: Πολιτική «δίωξη» υπαλλήλου με...





Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
7:15 πμ - 7:46 μμ


ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΤΕΛ

ΨΙΘΥΡΟΙ - Ραφήνα
Ερίηροι εταίροι
Διαβάστηκε 2711 φορές

09-09-2021
Από τoν Αριστοτέλη Παπανικολάου
Λογοτέχνης - Μουσουργός
«Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια…» - Διονύσιος Σολωμός

Γράφει ο Αριστοτέλης Παπανικολάου
Λογοτέχνης - μουσουργός

Ήμουν κι εγώ ένας από τους προνομιούχους που κατέκλυσαν το Ηρώδειο στις 29 του Σεπτέμβρη 1992, αναζητώντας το «Λύχνο του άστρου στους ουρανούς…».
Ήμουν κι εγώ ένας  από τους αμέτρητους που θέλησαν να ταξιδέψουν «ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής…».
Στριμωγμένος ανάμεσα στη σύζυγό μου και σε κάποιον άγνωστο και θεωρώντας τον εαυτό μου ευτυχή,  μιας και κατάφερα να εξασφαλίσω θέση, περίμενα…
Ένα κατάμεστο Ηρώδειο, ένα ολόγιομο φεγγάρι, καραδοκούσαν και αφουγκράζονταν, αγωνιούσαν και καρτερούσαν…
Καρτερούσαν να αγκαλιάσουν με τη ματιά τους, ανέμεναν να παγιδέψουν με τη ζεστασιά τους, εκείνους που η Μοίρα «πολύ αγάπησε», εκείνους που η Μούσα «απαλά εφίλησε…».
Καθώς περιέφερα το βλέμμα μου, στο γεμάτο από  προσκυνητές της Μουσικής και του Κάποτε χώρο του πανέμορφου ρωμαϊκού θεάτρου, είχα την αίσθηση  πως ένας ολόκληρος λαός περίμενε να χειροκροτήσει, περίμενε να τιμήσει, περίμενε να δακρύσει…
Περίμενε ανυπόμονα και αγωνιούσε…
Χωρίς να μπορώ κι εγώ να ξεδιαλύνω τα συναισθήματα που είχα εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα κάποιο ξαλάφρωμα απ’ όλη τη φοβερή ένταση της αναμονής, όταν η σπάνια φωνή του Μανώλη Μητσιά, μας θύμιζε το λησμονημένο Σεφέρη, ανοίγοντας έτσι την αυλαία της παράξενης αυτής γιορτής, ενώ φάνταζε σαν μια απόκοσμη φιγούρα του EL GRECO  ανάλαφρος και απόμακρος ο Θεοδωράκης, δίνοντας τη διάσταση του θεϊκού και του υπερκόσμιου…
Χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω κάποιο ανάερο δάκρυ που είχε κιόλας τρέξει στο πρόσωπό μου, δέθηκα με την πανέμορφη φωνή της Νένας Βενετσάνου που μας εξιστορούσε για μια κοπέλα του Μάουτχαουζεν κι επαναλάμβανε πληγώνοντας την καρδιά μας, με στίχους του Ιάκ. Καμπανέλλη, πως «κανείς  δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία…».
Κι ύστερα ήρθε η στιγμή που όλοι περιμέναμε, καθώς σηκώθηκε και πήρε τη θέση του στο μικρόφωνο ο βάρδος της λαϊκής μας μουσικής, η φωνή που αγαπήσαμε, ο ήχος που δέσαμε μαζί του τα ονείρατα και τα ιδανικά μας σε εποχές αλλοτινές, ο αιώνιος Μπιθικώτσης, που απ’ τις πρώτες κιόλας νότες προσπάθησε να «ξαναβρεί την ψυχή του», προσπάθησε να ξαναφέρει στα μάτια μας «το τετράφυλλο δάκρυ…».
Ένα ρίγος διέτρεχε το κορμί μου καθώς οι δυο αυτοί γίγαντες της φυλής μας, ο ένας ανάερος και μυστικιστικός κι ο άλλος αιώνιος και άφθαρτος, γεμάτος όμως από μια παράξενη αγωνία, συνταίριαζαν και συντόνιζαν τις ματιές τους, καθώς ο ένας διηύθυνε και κατηύθυνε και ανόρθωνε και στήριζε τον άλλον, που γεμάτος από ευθύνη και χρέος στην τέχνη και στη Μούσα του έδινε για μια ακόμη φορά την ίδια τη ψυχή του, προσπαθώντας σε μια τιτάνια πάλη να ισορροπήσει και να εναρμονίσει το Παρελθόν με το Παρόν, αντλώντας από τη δύναμη του μεγάλου μαέστρου το βάλσαμο για να γητέψει και να αποκοιμίσει για λίγο τον «πανδαμάτορα» χρόνο…
Στα μάτια μου ξανάρθε η αξέχαστη εκείνη σκηνή των «ερίηρων εταίρων» του Ομήρου, όπου ο σοφός δάσκαλος του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, δίνει την ανεπανάληπτη υπόσχεση, πως δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τον μαθητή του, ακόμη κι αν θα ήταν δυνατόν να του «χάριζαν οι Θεοί την αιώνια νεότητα»:
«ως αν έπειτ ‘ από σείο, φίλον τέκος, ουκ εθέλοιμι
λείπεσθ’, ουδ’ ει κεν μοι υποσταίη Θεός αυτός 
γήρας αποξύσας θήσειν νέον ηβώοντα». (Ιλιάδα Ι, 444-446)
Ήμουν βέβαιος πως όλο το Ηρώδειο συμμετείχε στη συγκλονιστική αυτή επικοινωνία, ήμουν βέβαιος πως ο λαός αυτός που ξέρει να σέβεται την Τέχνη και τον Καλλιτέχνη προσπαθούσε με τα ατέλειωτα χειροκροτήματα να ενθαρρύνει και να ενδυναμώσει την προσπάθεια του Μπιθικώτση, που απαστράπτοντας από χαρά,  μας ευχαριστούσε βάζοντας κάθε τόσο το χέρι του επάνω στην καρδιά του…
Ήταν πραγματικά όμορφες στιγμές! Όμορφες και μοναδικές , καθώς όλοι μαζί τραγουδούσαμε, καθώς όλοι μαζί αναπολούσαμε…
Κι αν ακόμη δεν ήταν η φωνή εκείνη που είχαμε συνηθίσει κι αν έλειπε κάπου-κάπου η καθαρότητα και η διαύγεια, τι μ’ αυτό!
Ήταν η ίδια φωνή, η αγαπημένη μας φωνή, μια φωνή γεμάτη από ειλικρίνεια, γεμάτη από ευγένεια, γεμάτη από αξιοπρέπεια, γεμάτη από ομορφιά!
Ήταν μια νύχτα μαγική, μια νύχτα ονειρεμένη, «ν ύ χ τ α  γ ε μ ά τ η  θ α ύ μ α τ α,  ν ύ χ τ α  σ π α ρ μ έ ν η  μ ά γ ι α…».





Όροι χρήσης
Σχετικά με τα cookies
Διαφημίσεις
Ταυτότητα
Επικοινωνία
Μέλη
Τηλέφωνο επικοινωνίας
6977232183

Αριθμός Μητρώου Online Media: 13444
www.dimotisnews.gr © 2024 All rights reserved