Και ξαφνικά μες στη σιωπή, μέσα στης νύχτας την πνοή,
μέσα στου κήπου τη σιγή, ακούγεται κάποια φωνή,
κάποια φωνή τρεμουλιαστή που αλυχτά από ντροπή
κι από οργή ξεχωριστή κι είν’ η φωνή του μαθητή
κι είν’ του Ι ο ύ δ α η φωνή!
Νάτος! Στρατιώτες, είν’ αυτός!
Είναι αυτός πο’ χει στεφάνι το χρυσοκίτρινο το φως,
είναι αυτός, είναι αυτός
με τη γαλάζια τη θωριά, με τα κατάξανθα μαλλιά,
με τη γλυκιά του τη μορφή, που χρυσοφέγγει σαν αυγή.
Είναι αυτός, ο Ιησούς, ο βασιλιάς των ουρανών,
ο κυβερνήτης των ψυχών!
Στρατιώτες πιάστε τον, είναι αυτός, είναι αυτός!
Απόψε σας τον παραδίνω με φίλημα προδοτικό,
πάνω στο μέτωπο τ’ αγνό!
Στρατιώτες πιάστε τον, στρατιώτες δώστε μου
τριάντα αργύρια και χρυσό, όμως,
σ τ α υ ρ ώ σ τ ε το Χριστό….
Αριστοτέλης Παπανικολάου
(Αλαργηνός)